εξαπλασιάζω

εξαπλασιάζω
εξαπλασιάζω, εξαπλασίασα βλ. πίν. 35

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξαπλασιάζω — (Α ἑξαπλασιάζω) [εξαπλάσιος] πολλαπλασιάζω επί έξι …   Dictionary of Greek

  • εξαπλασιάζω — εξαπλασίασα, εξαπλασιάστηκα, εξαπλασιασμένος, μτβ., πολλαπλασιάζω κάτι επί έξι, το κάνω εξαπλάσιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑξαπλασιασθέντα — ἑξαπλασιάζω multiply by six aor part pass neut nom/voc/acc pl ἑξαπλασιάζω multiply by six aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαπλασιάσομεν — ἑξαπλασιάζω multiply by six aor subj act 1st pl (epic) ἑξαπλασιάζω multiply by six fut ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαπλασιασθέντων — ἑξαπλασιάζω multiply by six aor part pass masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαπλασιάσαντες — ἑξαπλασιάζω multiply by six aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαπλασιάσας — ἑξαπλασιά̱σᾱς , ἑξαπλασιάζω multiply by six fut part act fem acc pl (doric) ἑξαπλασιά̱σᾱς , ἑξαπλασιάζω multiply by six fut part act fem gen sg (doric) ἑξαπλασιάσᾱς , ἑξαπλασιάζω multiply by six aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαπλασίαση — η [εξαπλασιάζω] βλ. εξαπλασιασμός …   Dictionary of Greek

  • εξαπλασιασμός — ο και εξαπλασίαση, η [εξαπλασιάζω] πολλαπλασιασμός επί έξι …   Dictionary of Greek

  • εξαπλώ — ἑξαπλῶ, όω (Μ) [εξαπλός] εξαπλασιάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”